Aristomene Varoudakis
Η ανατομία των «πήλινων ποδιών» της τουρκικής οικονομίας
Η ατμομηχανή του Ερντογάν; Διευκολύνει ή δυσχεραίνει την ευόδωση των φιλοδοξιών του; Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ, Αριστομένης Βαρουδάκης, με άρθρο στην «Κ» επιχειρεί μια ανατομία της τουρκικής οικονομίας. Μια οικονομία σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, η οποία έχει εντυπωσιάσει στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα όμως είναι αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της συναλλαγματικής κρίσης, με υπερβολικό ιδιωτικό χρέος σε ξένο νόμισμα, υψηλό πληθωρισμό και ιδιαίτερη ευαλωτότητα στις αγορές, συνιστώντας βασικό πρόβλημα για τον Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας.
«Η Τουρκία σημείωσε έντονη ανάπτυξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες μετά την κρίση του 2001. Αρχικά, οι ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στήριξαν τη σύγκλιση των εισοδημάτων με τις προηγμένες οικονομίες. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) αυξήθηκε από 40% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2001 στο 65% το 2017. Σε σύγκριση με την ελληνική οικονομία, η τουρκική οικονομία ήταν 50% μεγαλύτερη το 2001 και 2,2 φορές το 2008. Το 2017 το μέγεθός της ξεπερνούσε 4,3 φορές την ελληνική οικονομία, καθώς η τελευταία βυθίστηκε στην κρίση χρέους από το 2010 και μετά.
Ωστόσο, λόγω της σταδιακής επιβράδυνσης της αύξησης της παραγωγικότητας, η ανάπτυξη πήγαζε όλο και περισσότερο από την επέκταση της εγχώριας ζήτησης. Ετσι το 2017-18 η Τουρκία παρουσίαζε παρόμοια χαρακτηριστικά με τις οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας που επλήγησαν από την κρίση το 1997-98. Τα δημόσια οικονομικά ήταν υγιή, με έναν ισορροπημένο πρωτογενή προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης, ενώ το δημόσιο χρέος, στο 30% του ΑΕΠ, ήταν σχεδόν στο ήμισυ του μέσου επιπέδου των αναδυόμενων οικονομιών.
Ομως, λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στο 5,6% του ΑΕΠ το 2017 από 3,5% το 2015-16. Ο πληθωρισμός έφθασε το 12%, σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο έτη. Η αύξηση της ζήτησης τροφοδοτείτο σε μεγάλο βαθμό από εξωτερική χρηματοδότηση. Το 2018, το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος έφθασε το 40% του ΑΕΠ, ο εξωτερικός δανεισμός των τραπεζών αντιπροσώπευε το 1/3 των χορηγούμενων πιστώσεων, ενώ το χρέος σε ξένο νόμισμα των επιχειρήσεων και νοικοκυριών έφθασε στο ήμισυ περίπου του συνολικού τους χρέους. Ολοι αυτοί οι δείκτες ιδιωτικού δανεισμού υπερέβησαν κατά πολύ τον μέσο όρο των αναδυόμενων οικονομιών.
Η οικονομία έγινε έτσι ευάλωτη και η μεταστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών προκάλεσε την υποτίμηση της λίρας κατά 40% το πρώτο εξάμηνο του 2018. Οι νομισματικές αρχές αύξησαν τα επιτόκια για να περιορίσουν την υποτίμηση και τον πληθωρισμό. Αυτό οδήγησε στην παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Οι τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι στην υποτίμηση λόγω της υπερχρέωσής τους σε ξένο νόμισμα. Η συναλλαγματική κρίση προκάλεσε τελικά πιστωτική κρίση και τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης που οδήγησε σε ύφεση στο τέλος του 2018. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 2,4% το 2018, από 7,5% το 2017 και στο 0,2% το 2019. Λόγω της υποτίμησης, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 20% στο τέλος του 2018, αλλά υποχώρησε στο 13,5% στο τέλος του 2019.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά τα υγιή δημοσιονομικά της Τουρκίας, η συναλλαγματική κρίση επηρέασε σημαντικά το κόστος δανεισμού του δημοσίου. Ενώ η απόδοση των δεκαετών ομολόγων σε τουρκική λίρα κυμαινόταν από 8%-11% μέχρι και το 2017, εκτινάχτηκε στο 21% τον Αύγουστο του 2018 με την κλιμάκωση της κρίσης, υποχωρώντας, με διακυμάνσεις, γύρω στο 13% στην αρχή του 2020. Και ενώ η αύξηση του κόστους δανεισμού ήταν φυσιολογική για τα ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα λόγω της υποτίμησης, η ίδια τάση σημειώθηκε και για τα ομόλογα σε δολάρια. Η απόδοσή τους αυξήθηκε από 4-6% πριν από την κρίση στο 9% τον Αύγουστο του 2018, για να μειωθεί σταδιακά στο 6% στην αρχή του 2020, με αυξητικές τάσεις.
Η ανάκαμψη μετά την κρίση ενισχύθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και την ταχεία χορήγηση πιστώσεων από τις κρατικές τράπεζες. Αντίθετα, οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν μειώσει τον δανεισμό καθώς έχουν πληγεί από την κρίση. Η λίρα ανατιμήθηκε, ενώ η συμπίεση των εισαγωγών που προκλήθηκε από την ύφεση εξισορρόπησε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2019. Το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 3% το 2020, με πληθωρισμό 12% στο τέλος του έτους, και εξωτερικό έλλειμμα στο 0,6% του ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη προβλέπεται μεσοπρόθεσμα υποτονική, από 3 ως 3,5% ετησίως, λόγω των χαμηλών κερδών παραγωγικότητας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι χαμηλά και η αναγκαία εξωτερική χρηματοδότηση υψηλή, καθιστώντας έτσι την οικονομία ευάλωτη στις μεταβολές της εμπιστοσύνης των αγορών σε μια εποχή εντεινόμενης αβεβαιότητας. Ενώ το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει αυξηθεί, καθώς η κυβέρνηση εφάρμοσε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσει την κρίση. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κόστους δανεισμού, όπως στην κρίση του 2018, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δυσκολίες αναχρηματοδότησης του χρέους σε περίπτωση νέας κρίσης. Αυτό περιορίζει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη της οικονομίας αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί ξανά στο μέλλον».
Kathimerini, Τριτη, 10 Μαρτιου 2020
